απέταλα

απέταλα
(apetalae). Φυτά, στα άνθη των οποίων το περιάνθιο αποτελείται από έναν και μόνο σπόνδυλο (μόνο τον κάλυκα), πράσινο ή πολύχρωμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιγόνο — (antigonum). Γένος αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των πολυγονιδών, ιθαγενές του Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις και λείους λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα τους έχουν σχήμα καρδιάς ή αιχμής βέλους. Τα άνθη τους είναι… …   Dictionary of Greek

  • απέταλος — η, ο Βοτ. τα Απέταλα κατηγορία αγγειόσπερμων φυτών (τσουκνίδες, οξιές, βαλανιδιές) των οποίων τα άνθη δεν φέρουν στεφάνη …   Dictionary of Greek

  • μονοχλαμυδικά — τα βοτ. άλλη ονομασία για τα απέταλα αγγειόσπερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monochlamydeae (< μον[ο] * + χλαμύδα)] …   Dictionary of Greek

  • ομφαλέα — (omphalea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών, με περίπου 12 είδη. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αφρικής και είτε είναι θάμνοι είτε έρπουν ή αναρριχώνται. Έχουν γαλακτώδη χυμό και φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια. Τα άνθη τους …   Dictionary of Greek

  • ούρτικα — (urtica). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ουρτικιδών ή κνιδιδών, με περίπου 30 είδη, όλα των εύκρατων περιοχών. Η ο. είναι πόα μονοετής ή πολυετής, με άφθονες τρίχες οι οποίες βγάζουν ερεθιστικό υγρό που προκαλεί μεγάλη φαγούρα. Τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • περιάνθιο — Το σύνολο των περιβλημάτων του άνθους, το οποίο μπορεί να αποτελείται από ένα κάλυκα και μια στεφάνη. Περιλαμβάνει όλα τα μη αναπαραγωγικά μέρη του άνθους, που προσφύονται πάνω στην ανθοδόχη, σε θέσεις λιγότερο κεντρικές από τους στήμονες και τον …   Dictionary of Greek

  • πιστακία — (pistacia). Γένος φυτών της οικογένειας των ανακαρδιιδών. Αριθμεί 20 είδη, που ευδοκιμούν στις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και του Μεξικού. Οι π. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλή με ωραίο άρωμα και με χυμό μαστιχώδη.… …   Dictionary of Greek

  • στερκουλία — (sterculia). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Στερκουλιιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της Ινδίας, Κίνας και της Κορέας. Έχει κόμη σφαιρική, ύψους έως 15 μέτρων, φλοιό πρασινωπό λείο, και φύλλα επαλλάσσοντα πολύ μεγάλα (0,30 μ.) μακρόμισχα,… …   Dictionary of Greek

  • φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

  • χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”